- πλατειάζω
- και πλατυάζω / πλατειάζω, ΝΑ, δωρ. τ. πλατειάσδω Ανεοελλ.επεκτείνω τον λόγο μου με περιττές και ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογώαρχ.1. πλήττω, χτυπώ κάτι με την παλάμη2. μιλώ ή προφέρω τις λέξεις με τραχιά, βαριά προφορά όπως οι Δωριείς3. (κατά τον Ησύχ.) «πλατεάζεινἀλαζονεύεσθαι, φενακίζειν»4. (κατά τον Ησύχ. και κατά τον Φώτ.) «πλατειάδδοντεςοἱ γυμναζόμενοι τοῑς ἐφήβοις».[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατεῖα, θηλ. τού πλατύς. Ο τ. πλατυάζω κατ' επίδραση τού πλατύς].
Dictionary of Greek. 2013.